- ψυχονεύρωση
- [-ις (-εως)] η мед. психоз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχονεύρωση — Ονομασία που δόθηκε από τον Ντιμπουά της Βέρνης σε ψυχικές ανωμαλίες, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται ολοκληρωτικά στο πλαίσιο των νευρώσεων. Οι νευρώσεις και οι ψυχώσεις διαχωρίζονται μεταξύ τους μόνο σχηματικά. Στην πραγματικότητα υπάρχει… … Dictionary of Greek
ψυχονευρωτικός — ή, ό, Ν [ψυχονεύρωση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχονεύρωση 2. αυτός που πάσχει από ψυχονεύρωση … Dictionary of Greek
πειθιατισμός — (Ιατρ.). Το σύνολο ψυχικών διαταραχών που προέρχονται από υποβολή και οι οποίες θεραπεύονται με την πειθώ. Ο όρος καθιερώθηκε από τον καθηγητή Μπαμπίνσκι. Πάντως, η ψυχονεύρωση αυτή, της οποίας τα αίτια ποικίλλουν ανάλογα με την ψυχοσύνθεση κάθε… … Dictionary of Greek
ψύχωση — η 1. εμψύχωση. 2. ψυχική ασθένεια, ψυχοπάθεια, ψυχονεύρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)